Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω  

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

κωφός, -ή, ό

         
deaf

         

Ερμηνεία:

Άτομο με ελαχίστη έως καθόλου ακοή. Ο όρος χρησιμοποιείται και για τα άτομα, των οποίων η ακουστική βλάβη είναι τόσο σοβαρή, ώστε να μην είναι εφικτή η επικοινωνία με προφορικό λόγο χωρίς ακουστικά βαρηκοϊας ή κοχλιακό εμφύτευμα. 



Ετυμολογία:



Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:



Συνώνυμα:







© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Ωτορινολαρυγγολόγος, Οδοντίατρος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών


Άλλες λέξεις στην κατηγορία Ωτορινολαρυγγολογία: